ακριβός

ακριβός
-ή, -ό
1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αγοραστική αξία, που κοστίζει πολύ
2. πολύτιμος, τιμαλφής, βαρύς
3. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, δαπανηρός, πολυέξοδος
4. (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή τιμή
5. αυτός που τόν βλέπει κανείς σπάνια, ο ακριβοθώρητος
6. πολύ αγαπητός, προσφιλής, αγαπημένος (και ως ουσ.) σύζυγος, μνηστήρας, εραστής
7. φιλάργυρος, τσιγγούνης
8. φρ. «ακριβή γενιά», ευγενική, αρχοντική καταγωγή
9. «έχει ακριβά τα λόγια του», δεν μιλάει εύκολα, μιλάει σπάνια
10. επίρρ. ακριβά
α) σε υπερβολική τιμή
β) με βαρύ τίμημα ή με αυστηρή τιμωρία
γ) με φειδώ, με μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ακριβός προήλθε με μεταπλασμό τού αρχ. ἀκριβὴς κατά τα πολλά δευτερόκλιτο επίθ. σε -ος. Στον μεταπλασμό σε -ος βοήθησαν λέξεις παρόμοιας ή αντίθετης σημασίας (όπως λ.χ. το εὐθηνὸς) και η σημασιολογική διαφοροποίηση τής λ. που επέβαλλε τη διάκρισή της από το ακριβής (βλ. και ακρίβεια ΙΙ). Η σημασιολ. αυτή διαφοροποίηση συνίσταται στο ότι η σημ. τής λ. από τη δήλωση του «οικονόμος, φειδωλός, λιτός» εξελίχθηκε στη σημ. «δαπανηρός», άρα και «πολύτιμος, σπάνιος» και κατ’ επέκταση «προσφιλής, αγαπητός». Από το επίθ. ακριβός και το παράγωγο επίρρημα ακριβά σχηματίστηκαν στην Ελληνική πολλά σύνθετα με α΄ συνθ. το ακριβο- βλ. λ., που σημαίνουν «τον προσφιλή, τον αγαπημένο» ή έχουν καθαρά επιτατική σημασία («πολύ»).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακριβά, ακριβαίνω, ακριβίζω, ακριβούτσικος, ακριβώνω.
ΣΥΝΘ. βλ. ακριβο-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακριβός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει μεγάλη τιμή: Πολύ ακριβά πουλιούνται τα λαχανικά. 2. πολυαγαπημένος: Ακριβό μας παιδί, σε περιμένουμε με ανοιχτή αγκαλιά. 3. φιλάργυρος: Του ακριβού το βιος σε χαροκόπου χέρια (παροιμ. φρ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακριβίζω — [ακριβός] ακριβαίνω* …   Dictionary of Greek

  • ακριβαίνω — [ακριβός] 1. γίνομαι ακριβότερος, αυξάνει η τιμή τής πώλησής μου 2. γίνομαι δαπανηρός 3. αυξάνω, υψώνω την τιμή πώλησης ενός πράγματος, υπερτιμώ …   Dictionary of Greek

  • ακριβώνω — [ακριβός] ακριβαίνω* …   Dictionary of Greek

  • ακριβο- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων τής Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Το ακριβο προήλθε είτε από το επίθ. ακριβός (κατά τη σύνθεσή του με ονόματα κυρίως) ή από το παράγωγο επίρρ. ακριβά (κατά τη σύνθεσή του με ρήματα). Το ακριβο ως …   Dictionary of Greek

  • ακριβούτσικος — η και ια, ο ο σχετικά ακριβός, λίγο υπερτιμημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. υποκορ. τού επιθ. ακριβός) …   Dictionary of Greek

  • μυριάκριβος — η, ο (Μ μυριάκριβος, η, ον) 1. (για πρόσ.) πολύ αγαπητός, πολυαγαπημένος («κορίτσι μυριάκριβο, που ήταν σαν το κρύο νερό», Παπαδ.) 2. (για πράγματα) πολύ ακριβός, πανάκριβος («μυριάκριβα είναι φέτος τα φρούτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἀκριβός] …   Dictionary of Greek

  • ολάκριβος — η, ο πολύ ακριβός, πολύτιμος, πολύ αγαπητός. επίρρ... ολάκριβα πολύ ακριβά, πολύτιμα, αγαπητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + ακριβός] …   Dictionary of Greek

  • πανάκριβος — η, ο πάρα πολύ ακριβός. επίρρ... πανάκριβα πάρα πολύ ακριβά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ακριβός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πεντάκριβος — η, ο 1. αυτός που είναι πολύ ακριβός, που κοστίζει πολλά χρήματα, πανάκριβος 2. μτφ. (για πρόσ.) πολύ αγαπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. πεντα * + ακριβός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”